καμινεύς

καμινεύς
(-εως) ο см. καμινάρης

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "καμινεύς" в других словарях:

  • καμινεύς — καμινεύς, ὁ (Α) [καμινεύω] αυτός που εργάζεται σε καμίνι ή που μεταχειρίζεται καμίνι για την εργασία του, θερμαστής, καμινάρης …   Dictionary of Greek

  • καμινεύς — furnace worker masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμινεῦ — καμινεύς furnace worker masc voc sg καμῑνεῦ , καμινώ furnace fem nom/voc/acc dual (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμινᾶς — καμινεύς furnace worker masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμινέων — καμίνη fem gen pl (epic ionic) καμινεύς furnace worker masc gen pl καμινέω̆ν , καμινεύς furnace worker masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμινίων — καμινίων, ωνος, ὁ (Α) επιγρ. ο επιστάτης τού καμινιού, τού κλιβάνου, αξίωμα στα γυμναστήρια. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού καμινεύς] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»